- ριπιδόγλωσσα
- τα, Νζωολ.τάξη πισωβράγχιων γαστερόποδων μαλακίων, τών οποίων τα δόντια έχουν σχήμα βεντάλιας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντυδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhipidoglossa (< ῥιπίς, -ίδος + γλώσσα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek